ξανάρχισμα

ξανάρχισμα
το
βλ. ξαναρχίνισμα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ηλιογυρμένος — η, ο αυτός που έδυσε σαν τον ήλιο, αυτός που προχωρεί προς το τέρμα («κι ήτανε σαν ξανάρχισμα ηλιογυρμένης νιότης», Παλαμάς) …   Dictionary of Greek

  • ξαναρχίνισμα — και ξανάρχισμα, το [ξαναρχινίζω] το να αρχίσει κάποιος κάτι εκ νέου, η καινούργια αρχή …   Dictionary of Greek

  • επανάληψη — η 1. η διεξαγωγή μιας πράξης ξανά ή το να λέγεται λόγος πάλι, το ξανάρχισμα, νέα έναρξη: Επανάληψη πειράματος. – Επανάληψη μαθημάτων. 2. η μελέτη συγγράμματος ακόμη μια φορά για πληρέστερο καταρτισμό του μελετητή: Είμαι στη δεύτερη επανάληψη της… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”